Η Ιβάννα απολάμβανε τη σπάνια για εκείνη αίσθηση του χιονιού, συνεχίζοντας ακούραστη τη νυκτερινή της περιπλάνηση (παρά το γεγονός ότι φορούσε ακόμα το τζιν μπουφάν και τις γαλότσες με τη λεπτή πλαστική σόλα, που λειτουργούσαν ως κάλλιστος αγωγός της παγωμένης θερμοκρασίας εδάφους.) Τρύπωσε σε άλλη μια στοά κοντά στον πολυσύχναστο πεζόδρομο. Ακόμα δεν τα είχε καταφέρει να εντοπίσει το ιδανικό στέκι, τόσο για φαγητό όσο και για ποτό, που θα κατάφερνε να την κλείσει στην αγκαλιά του εκείνο το παγωμένο βράδυ, που το χιόνι έπεφτε αδιάκοπα. Έπρεπε να το κάνει γρήγορα, γιατί ήταν θέμα χρόνου να πάθει κρυοπαγήματα.
Για καλή της τύχη, της έμελλε να περιδιαβεί την τυχερή της στοά-σοκάκι και ως δια μαγείας το ιδανικό, απόκρυφο στέκι φανερώθηκε άξαφνα μπροστά της, φωτισμένο εξωτερικά με πολύχρωμα λαμπιόνια και καλυμμένο πέρα ως πέρα με επένδυση παλιού ξύλου, σε όλο του το εσωτερικό. "Εδώ είμαστε!!" σκέπτηκε πανηγυρίζοντας βουβά και το πρόσωπό της έλαμψε όλο χαρά, σαν ολοστρόγγυλο φεγγάρι.
Το μικρό εκείνο, ζεστό μπαρ, εκτεινόταν σε διάφορους μικρότερους επιμέρους χώρους, με ξύλινα τραπεζάκια και λίγους, χαλαρούς θαμώνες να συνομιλούν χαμηλόφωνα, γεμίζοντας διακριτικά τον μισογεμάτο ακόμα χώρο. Αφού η Ιβάννα περιεργάστηκε λίγο το περιβάλλον, αποφάσισε ότι θα τιμούσε το αγαπημένο της σημείο σε κάθε μπαρ που επισκεπτόταν και που δεν ήταν άλλο από την μπάρα. Εκεί κατόρθωνε να έχει άμεση οπτική πρόσβαση σε όλα τα διαθέσιμα ποτά. Κοιτάζοντάς τα, την ενέπνεαν για να δοκιμάσει κάθε φορά και κάτι διαφορετικό, όταν παρατηρούσε με περιέργεια τα συνήθως άγνωστα για εκείνην, πολύχρωμα μπουκάλια.
Στην μπάρα βρίσκονταν 2 άντρες. Ο ±35άρης μπάρμαν, και πιο πέρα άλλος ένας άντρας που χαλάρωνε βυθισμένος στις σημειώσεις του, κατά 20 χρόνια μεγαλύτερός του (όπως τους έκοψε με το μάτι). Φυσικά, δεν άργησε να τους πιάσει την πάρλα. Αφού την ρώτησαν ποιος καλός άνεμος την έφερε στα μέρη τους, άρχισαν να της μιλούν για την Ελλάδα. Ο 55άρης (που ήταν μάλλον και το αφεντικό) την είχε επισκεπτεί πριν πολλά χρόνια κάνοντας τουρ, αναφέροντας ότι είχε βρεθεί και στην Ομόνοια (μμμ ωραίες αναμνήσεις θα είχε) ενώ ο μπάρμαν δήλωσε ότι όλοι του οι φίλοι είχαν πάει στην Χαλκιδική για διακοπές κι ότι είχε κι αυτός μια βόλτα προς τα κει στα μελλοντικά του σχέδια. Μιλούσαν όμως για την αγαπημένη της Ελλαδίτσα συγκρατημένα, χωρίς να δείχνουν κάποιον ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Έφταιγε το σέρβικό τους ταμπεραμέντο ή ότι δεν είχαν μείνει και πολύ ικανοποιημένοι από τη διαμονή τους εκεί; Σκέπτηκε ότι πριν λίγο, όταν περιπλανιόταν στα άλλα νυκτερινά στέκια, είχε μιλήσει με άλλον ένα εργαζόμενο, που της είχε πει ακριβώς τα ίδια λόγια, και της είχε φανεί κι αυτός όχι ψυχρός, αλλά ούτε και ιδιαίτερα θερμός με την Ελλάδα, έστω και στα πλαίσια του fake επαγγελματισμού. ΄Ηταν οι Σέρβοι ντόμπροι και δεν υποκρίνονταν, ή απλά το ταμπεραμέντο τους δε συμβάδιζε με το ελληνικό; Μύθος τελικά και τα σλόγκαν "Ελλάς-Σερβία-Ορθοδοξία" και "οι Σέρβοι είναι αδέρφια μας”, που διατυμπανίζουν οι πάσης φύσεως εθνικισταί; Μέσα σε τόσο λίγες ώρες, σίγουρα δεν ήταν σε θέση να το διαλευκάνει.
Το άδειο κουτί με τα πουράκια Caprice, που διακρινόταν σε μια πιο απόμερη γωνία της μπάρας, την μετέφερε μονομιάς σε άλλη διάσταση και την έκανε για μια στιγμή να νιώσει ότι δεν είχε απομακρυνθεί και πολύ από την πατρίδα.
Την ίδια αίσθηση, τις λίγες ώρες που βρισκόταν εκεί, της προκάλεσε και το ίδιο το Βελιγράδι. Απ' το όσο λίγο είχε δει μέχρι τότε, δεν είχε και πολλά κοινά σημεία με την Ελλάδα, όμως της είχε αφήσει μια έντονη γεύση οικειότητας.
Η συζήτηση πέρασε για λίγο κι από την πολιτική. "Πώς είναι να ζεις σε συνθήκες πολέμου;" αναρωτήθηκε η Ιβάννα. "Μου φαίνεται πραγματικά αδιανόητο."
"Καλύτερα που δεν το έχεις ζήσει" της απάντησε λακωνικά ο μπάρμαν. Ήταν φιλικός, όμως ένιωθες συνομιλώντας μαζί του ότι έπεφτες σε έναν απόμακρα ευγενικό τοίχο... Η Ιβάννα δεν το συνέχισε κι άλλαξε θέμα. Ένιωσε αμηχανία που ήταν εντελώς ανίδεη σε ό,τι αφορούσε τον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που γινόταν δυο βήματα μακριά απ' τη χώρα της, πριν λίγα μόλις χρόνια και που δεν ήξερε σχεδόν τίποτα γι΄αυτόν. Τώρα ήταν η ευκαιρία της να μάθει από πρώτο χέρι τι συνέβαινε τα δύσκολα εκείνα χρόνια, όμως μάλλον δεν είχε πέσει και στους πιο πρόθυμους συνομιλητές.
Κι έτσι αποφάσισε να περάσει στο κυρίως πιάτο (...για την ακρίβεια, ποτήρι) και να δοκιμάσει τα ποτά, που περίμεναν στωικά μέσα στα μπουκάλια τους κάποιον να τα διαλέξει. Η προσοχή της Ιβάννα, μετά από τα αρχικά σφηνάκια αψέντι, στράφηκε σε κάτι περίτεχνα μπουκαλάκια, με χρωματιστό περιεχόμενο. “Τι είναι αυτά; Ωραία φαίνονται” αναφώνησε και αμέσως ο μπάρμαν την κατατόπισε, λέγοντάς της ότι επρόκειτο για σπιτική ρακή, με διάφορες γεύσεις φρούτων! Με γεύση αχλάδι, βερύκοκο, ούτε που θυμάται πια, πάντως η ποικιλία ήταν μεγάλη κι οι γεύσεις υπέροχες. Θύμιζαν κάτι από το ελληνικό ρακόμελο, αλλά τα συγκεκριμένα αποστάγματα ήταν πολύ πιο γλυκόπιοτα και ελαφριά. Τι ωραία! Άρχισε να νιώθει ακόμα πιο κοντά στους γείτονες Σέρβους, μέσω των κοινών τους ποτών. Ακόμα και η ονομασία στα Σέρβικα, Ракија ήταν. Τέλεια! Υπό την επήρρεια του πιο γλυκού αλκοόλ, άλλο ένα υπέροχο βράδυ προδιαγραφόταν.
Θα μπορούσε να καθήσει στο μπαράκι πολλή ώρα ακόμα. Όμως η πτήση της αναχωρούσε τα άγρια χαράματα κι έπρεπε αναγκαστικά να συρθεί έγκαιρα μέχρι το ξενοδοχείο-κολαστήριο, για να ξεκλέψει 2-3 ώρες ύπνου. Η επόμενη μέρα προδιαγραφόταν δύσκολη κι όπως πάντα άνευ σχεδίου. Το Παρίσι την περίμενε με ανοικτές αγκάλες...
"Καλύτερα που δεν το έχεις ζήσει" της απάντησε λακωνικά ο μπάρμαν. Ήταν φιλικός, όμως ένιωθες συνομιλώντας μαζί του ότι έπεφτες σε έναν απόμακρα ευγενικό τοίχο... Η Ιβάννα δεν το συνέχισε κι άλλαξε θέμα. Ένιωσε αμηχανία που ήταν εντελώς ανίδεη σε ό,τι αφορούσε τον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που γινόταν δυο βήματα μακριά απ' τη χώρα της, πριν λίγα μόλις χρόνια και που δεν ήξερε σχεδόν τίποτα γι΄αυτόν. Τώρα ήταν η ευκαιρία της να μάθει από πρώτο χέρι τι συνέβαινε τα δύσκολα εκείνα χρόνια, όμως μάλλον δεν είχε πέσει και στους πιο πρόθυμους συνομιλητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου