Η όμορφη νυχτιά καλούσε και πάλι την Ιβάννα να ξεχυθεί στα δρομάκια του αιώνιου ρομαντισμού, που η αίγλη τους δυστυχώς είχε μεταλλαχθεί και τουριστικοποιηθεί με την πάροδο των χρόνων. Σημείο των καιρών, κι όχι μόνο εις Παρισίους...
Σαν φύλακας, ακούραστος φρουρός και έμβλημα στο μυθιστορηματικό παραμύθι, που ο οποιοσδήποτε μπορεί να διάγει, αρκεί φυσικά να το επιζητά, στέκεται λίγο παραπέρα, επί αιώνες, ο διάσημος ναός της Παναγίας των Παρισίων. Πολλά έχουν γραφτεί γι' αυτόν, με διασημότερο το κλασικό ομώνυμο μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκό.
Και σαν περιπλανώμενη στην κυριολεξία γυφτοπούλα, χωρίς μια μόνιμη στέγη, ωσάν μια άλλη Εσμεράλδα, η Ιβάννα βάλθηκε να αναζητήσει το πιθανό επόμενο κατάλυμά της, που βρισκόταν εκεί κοντά.
"I am sorry', we are full" εγειώθη από τον ρεσεψιονίστα. Ενόσω τον περίμενε προηγουμένως να εμφανιστεί, γιατί κάπου ήταν εξαφανισμένος, είχε περάσει από μπροστά της κατευθυνόμενος προς την σκάλα ένας νέος άνδρας, με ευγενική φυσιογνωμία κι ένα μόνιμο μειδίαμα, καστανός, λεπτός, με γαλάζια μάτια. Ύστερα από λίγο, επανεμφανίστηκε. Η Ιβάννα έπιασε αμέσως το νόημα. Αυτό θα ήταν και το τυχερό της...
Ο νεαρός άγνωστος, που ήταν τελικά ένοικος του ξενοδοχείου, δεν άργησε να της πιάσει την κουβέντα, επιβεβαιώνοντας το προαίσθημά της. Λεγόταν Λουίς, ήταν Μαδριλένος designer όπως δήλωσε, και βρισκόταν στο Παρίσι για να επισκεπτεί μια έκθεση σχετική με το επάγγελμά του. "Πάμε για ένα ποτάκι εδώ γύρω;" δεν έχασε την ευκαιρία. Και γιατί όχι; Έπειτα από λίγο, οι δυό τους βρέθηκαν να πίνουν τζιν τόνικ σ' ένα πιάνο μπαρ. Πιάνο μπαρ;! Δεν είχε εκλείψει για πάντα το είδος; Ήταν το όνειρό της από παλιά να βρεθεί σε ένα, και να που τ' όνειρό της δε θα 'μενε ανεκπλήρωτο!
Η συνομιλία μεταξύ Λουίς και Ιβάννα είχε αναπόφευκτα πολυεθνική χροιά κι αποτελούσε ένα αχταρμά από ισπανικά (που ομιλούσε ο Λουίς), ιταλικά (που του απαντούσε η Ιβάννα) και αγγλικά (όποτε δεν έβγαινε συνεννόηση με τα ισπανοιταλικά). Ο εγκέφαλος της Ιβάννα είχε αρχίσει να μπλοκάρει από τις απανωτές αλλαγές χώρας, όπως και τις επανειλημμένες της απόπειρες να συνεννοηθεί στις τοπικές γλώσσες. Από την κούραση και το αλκοόλ, άρχισε να αραδιάζει μέχρι κι ό,τι της ερχόταν σε γαλλικά, ελληνικά, ακόμα και τις δυό λέξεις που 'χε μάθει στα σέρβικα! Το ρεπερτόριο όσο πήγαινε και γινόταν ολοένα και πιο ρομαντικό και "τετ α τετ", και φυσικά ο Λουίς δεν έχασε την ευκαιρία να έρθει πιο κοντά, πιάνοντάς της το χέρι "su mano es fría" αποφάνθηκε με νόημα και με μελιστάλαχτο υφάκι που σκοτώνει κι η Ιβάννα άρχισε να δυσανασχετεί ακόμα περισσότερο με το απόλυτα προβλέψιμο, παρωχημένο καμάκι του... δεν ήταν άσχημος, αλλά εν τέλει mucho ξενέρωτος, όπως διαφαινόταν κι από τότε που τον πρωτοείδε στη ρεσέψιον. Βέβαια αν ήταν του γούστου της, θα παρέβλεπε για ένα βράδυ αυτές τις λεπτομέρειες...
Όμως ο Λουίς δεν είχε σχέδια μόνο για ένα βράδυ! κι έτσι έριξε στο τραπέζι την ακαταμάχητη πρόταση: να πάει να μείνει μαζί του στο δωμάτιο για όλες τις υπόλοιπες μέρες, δε θα πλήρωνε τίποτα, και θα περνούσαν τέλεια -γιατί όπως καυχήθηκε, ήταν "muy caliente" (βρε αγόρι μου, αυτά φαίνονται, δε λέγονται. Τελοσπάντων...) Βρε τι της έμελλε να πάθει, να βρει τον latin lover στο quartier των Λατίνων ;-)
Η τελευταία πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε σε εξωτερικό χώρο, με φόντο το ποτάμι και την Παναγία των Παρισίων. Σε μια έξαρση ρομαντισμού κι ενώ της είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη, ο Λουίς αγκάλιασε την Ιβάννα και κολλώντας τα χείλη του στα δικά της, αναφώνησε λυρικά: "θα σε φωνάζω Εσμεράλδα, como la gitana!"
ενώ η Ιβάννα με τη σιωπή της προς απάντησή του σκεπτόταν: αυτή την παροιμία δεν την έχετε στο χωριό σου;;
Τέλος πρώτης μέρας, στην πόλη του Φωτός...
Σαν φύλακας, ακούραστος φρουρός και έμβλημα στο μυθιστορηματικό παραμύθι, που ο οποιοσδήποτε μπορεί να διάγει, αρκεί φυσικά να το επιζητά, στέκεται λίγο παραπέρα, επί αιώνες, ο διάσημος ναός της Παναγίας των Παρισίων. Πολλά έχουν γραφτεί γι' αυτόν, με διασημότερο το κλασικό ομώνυμο μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκό.
Και σαν περιπλανώμενη στην κυριολεξία γυφτοπούλα, χωρίς μια μόνιμη στέγη, ωσάν μια άλλη Εσμεράλδα, η Ιβάννα βάλθηκε να αναζητήσει το πιθανό επόμενο κατάλυμά της, που βρισκόταν εκεί κοντά.
"I am sorry', we are full" εγειώθη από τον ρεσεψιονίστα. Ενόσω τον περίμενε προηγουμένως να εμφανιστεί, γιατί κάπου ήταν εξαφανισμένος, είχε περάσει από μπροστά της κατευθυνόμενος προς την σκάλα ένας νέος άνδρας, με ευγενική φυσιογνωμία κι ένα μόνιμο μειδίαμα, καστανός, λεπτός, με γαλάζια μάτια. Ύστερα από λίγο, επανεμφανίστηκε. Η Ιβάννα έπιασε αμέσως το νόημα. Αυτό θα ήταν και το τυχερό της...
Ο νεαρός άγνωστος, που ήταν τελικά ένοικος του ξενοδοχείου, δεν άργησε να της πιάσει την κουβέντα, επιβεβαιώνοντας το προαίσθημά της. Λεγόταν Λουίς, ήταν Μαδριλένος designer όπως δήλωσε, και βρισκόταν στο Παρίσι για να επισκεπτεί μια έκθεση σχετική με το επάγγελμά του. "Πάμε για ένα ποτάκι εδώ γύρω;" δεν έχασε την ευκαιρία. Και γιατί όχι; Έπειτα από λίγο, οι δυό τους βρέθηκαν να πίνουν τζιν τόνικ σ' ένα πιάνο μπαρ. Πιάνο μπαρ;! Δεν είχε εκλείψει για πάντα το είδος; Ήταν το όνειρό της από παλιά να βρεθεί σε ένα, και να που τ' όνειρό της δε θα 'μενε ανεκπλήρωτο!
Η συνομιλία μεταξύ Λουίς και Ιβάννα είχε αναπόφευκτα πολυεθνική χροιά κι αποτελούσε ένα αχταρμά από ισπανικά (που ομιλούσε ο Λουίς), ιταλικά (που του απαντούσε η Ιβάννα) και αγγλικά (όποτε δεν έβγαινε συνεννόηση με τα ισπανοιταλικά). Ο εγκέφαλος της Ιβάννα είχε αρχίσει να μπλοκάρει από τις απανωτές αλλαγές χώρας, όπως και τις επανειλημμένες της απόπειρες να συνεννοηθεί στις τοπικές γλώσσες. Από την κούραση και το αλκοόλ, άρχισε να αραδιάζει μέχρι κι ό,τι της ερχόταν σε γαλλικά, ελληνικά, ακόμα και τις δυό λέξεις που 'χε μάθει στα σέρβικα! Το ρεπερτόριο όσο πήγαινε και γινόταν ολοένα και πιο ρομαντικό και "τετ α τετ", και φυσικά ο Λουίς δεν έχασε την ευκαιρία να έρθει πιο κοντά, πιάνοντάς της το χέρι "su mano es fría" αποφάνθηκε με νόημα και με μελιστάλαχτο υφάκι που σκοτώνει κι η Ιβάννα άρχισε να δυσανασχετεί ακόμα περισσότερο με το απόλυτα προβλέψιμο, παρωχημένο καμάκι του... δεν ήταν άσχημος, αλλά εν τέλει mucho ξενέρωτος, όπως διαφαινόταν κι από τότε που τον πρωτοείδε στη ρεσέψιον. Βέβαια αν ήταν του γούστου της, θα παρέβλεπε για ένα βράδυ αυτές τις λεπτομέρειες...
Όμως ο Λουίς δεν είχε σχέδια μόνο για ένα βράδυ! κι έτσι έριξε στο τραπέζι την ακαταμάχητη πρόταση: να πάει να μείνει μαζί του στο δωμάτιο για όλες τις υπόλοιπες μέρες, δε θα πλήρωνε τίποτα, και θα περνούσαν τέλεια -γιατί όπως καυχήθηκε, ήταν "muy caliente" (βρε αγόρι μου, αυτά φαίνονται, δε λέγονται. Τελοσπάντων...) Βρε τι της έμελλε να πάθει, να βρει τον latin lover στο quartier των Λατίνων ;-)
Η τελευταία πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε σε εξωτερικό χώρο, με φόντο το ποτάμι και την Παναγία των Παρισίων. Σε μια έξαρση ρομαντισμού κι ενώ της είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη, ο Λουίς αγκάλιασε την Ιβάννα και κολλώντας τα χείλη του στα δικά της, αναφώνησε λυρικά: "θα σε φωνάζω Εσμεράλδα, como la gitana!"
ενώ η Ιβάννα με τη σιωπή της προς απάντησή του σκεπτόταν: αυτή την παροιμία δεν την έχετε στο χωριό σου;;
Τέλος πρώτης μέρας, στην πόλη του Φωτός...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου