Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Οι μέρες κι οι νύχτες κυλούσαν όμορφα στο πανδοχείο κοντά στον Σηκουάνα. Η Ιβάννα περνούσε τα βράδια πίνοντας σαμπάνια στο σαλονάκι της εισόδου κι είχε γνωριστεί σιγά σιγά με όλους τους ρεσεψιονίστες. Η μυθιστορηματική πλοκή και ο βίος ο πραγματικός, ώρες ώρες μπλέκονταν σαν κουβάρι και γίνονταν ένας γόρδιος δεσμός στο θολωμένο από το ποτό μυαλό της. Εκείνη είχε πια μπει τόσο πολύ στο πετσί της υπόθεσης, που ώρες ώρες ένιωθε σαν την ίδια την γυφτοπούλα Εσμεράλντα. Και πώς να μην, αφού βρισκόταν δυο βήματα από την Παναγία των Παρισίων. Κι ακόμα πιο πολύ, όταν ανεβοκατέβαινε δυο δυο τα σκαλιά της θεόστενης, ξύλινης, ετοιμόρροπης σκάλας, που έτριζε σε κάθε της βήμα. Ήταν ένα μικρό κατόρθωμα το να φτάσει στον τέταρτο όροφο, εκεί που βρισκόταν κρυμμένο. το ταπεινό ησυχαστήριό της. Κάθε πρωί την ξυπνούσαν γλυκά οι καμπάνες του Κουασιμόδου.

Οι μέρες περνούσαν ήρεμα, όμως ο απώτερος ντετεκτιβικός σκοπός της, δυστυχώς, δεν επετεύχθη. Αν και τους είχε ρωτήσει όλους έναν προς έναν, όλες τις βάρδιες, κανείς δε θυμόταν πλέον κάτι, ούτε ήξερε για τον Λουίς. Περίεργο, γιατί δεν είχε περάσει δα και τόσος καιρός. Όμως τα χειρόγραφα τεφτέρια του πανδοχείου, δεν πήγαιναν μέχρι 2 χρόνια πριν κι ό,τι είχε πια απομείνει, δεν περιείχε το όνομά του. 

Αυτό ήταν. Ο Λουίς χάθηκε για πάντα. Ό,τι δικό του είχε μείνει πίσω στο Παρίσι, μάλλον βρισκόταν προ πολλού σε κάποια ανακύκλωση. Τι να γίνει όμως, έτσι είναι η ζωή. Η επήρρεια του αλκοόλ άρχισε να ξεθυμαίνει, το κουβάρι του παραμυθιού και της πραγματικής ζωής και πάλι να ξεμπλέκεται κι ένα καινούργιο πεδίο δόξης λαμπρό να ξετυλίγεται, ενώ η γόμα της λησμονιάς βάλθηκε να σβήνει τα περασμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου